- μεταστρέφω
- (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω)1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.)2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.)3. διαστρέφω, κάνω κακή χρήση, διαφθείρω4. (το μέσ.) μεταστρέφομαιεπιστρέφω, γυρίζω πίσω, επανέρχομαι («θαμὰ μεταστρέφεσθαι ἐπὶ τὰ προειρημένα», Πλάτ.)νεοελλ.1. ξαναρχίζω2. κάνω αμοιβαία μετάθεση ή αλλαγήνεοελλ.-μσν.1. δίνω κάτι πίσω, επιστρέφω2. αλλάζω γνώμη, στάση, πεποίθηση3. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη («με τα επιχειρήματά μου κατόρθωσα να τόν μεταστρέψω»)μσν.1. αποδίδω, μεταβιβάζω2. αποκαθιστώ3. (σχετικά με θρησκεία) μετανοώ, μεταμελούμαι4. ανακαλώ, παίρνω πίσω5. απομακρύνομαιμσν.-αρχ.1. αντιστρέφω σειρά ή διάταξη, γυρίζω κάτι άνω-κάτω, αναποδογυρίζω, αναστρέφω, ανατρέπω2. (το παθ.) γυρίζω πίσω για να φύγωαρχ.1. μτφ. αντεπιστρέφω, ανταποδίδω («ὅταν τις φανερῶς ἐξελέγχηται, μεταστρέψαντα τὰς αἰτίας ἐγκαλεῑν καὶ διαβάλλειν», Δημοσθ.)2. στρέφω προς όλες τις διευθύνσεις, περιστρέφω («ἐν ᾧ ἀνάγκη πάντα μεταστρέφοντα λόγον βασανίζειν», Πλάτ.)3. (για λέξεις) μεταχειρίζομαι κάτι αντί άλλου, θέτω ένα γράμμα αντί άλλου («ἀντί μὲν τοῡ ἰῶτα ἤ εἶ ἤ ἦτα μεταστρέφουσιν», Πλάτ.)4. (για θεούς) στρέφομαι με σκοπό να εκδικηθώ ή να τιμωρήσω («μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα», Ομ. Οδ.)5. (με γεν.) φροντίζω για κάτι, επιμελούμαι ή περιποιούμαι κάτι («οὔ τι ναυκλήρου χερός... μεταστρέφουσαι», Ευρ.)6. (αμτβ.) στρέφομαι προς άλλη κατεύθυνση, αλλάζω δρόμο, μεταβάλλω τον τρόπο μου7. (το παθ.) α) στρέφομαι ή γυρίζω πίσω για να αντιμετωπίσω έναν εχθρόβ) στρέφομαι ολόγυρα («τὸν Πολυκράτεα [τυχεῑν γὰρ ἀπεστραμμένον πρὸς τὸν τοῑχον] οὔτε τι μεταστραφῆναι οὔτε ὑποκρίνασθαι», Ηρόδ.)8. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως επίρρ.) μεταστρέψαςαντίθετα.
Dictionary of Greek. 2013.